- πνιγάρης
- ο, Ν1. αυτός που αφαιρεί με πνιγμό τη ζωή κάποιου2. μτφ. μέλος συμμορίας, ληστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνίγω + κατάλ. -άρης (πρβλ. λυσσ-άρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
Οσμάν πασάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί αρκετοί παράγοντες του οθωμανικού κράτους. 1. Μέγας βεζύρης της Τουρκίας στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ του Δ’, γιος του κατακτητή της Υεμένης και της Αιθιοπίας Τσερκές Ουζντεμίρ. Υπηρέτησε ως διοικητής στην… … Dictionary of Greek